- Ουγγαρέζος
- ο , Ουγγαρέζα и Ουγγαρίδα η венг|р, -ерка, мадьяр, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ουγγαρέζος — ο, θηλ. Ουγγαρέζα βλ. Ούγγρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουγγαρία + κατάλ. έζος (πρβλ. Κιν έζος)] … Dictionary of Greek
Ούγγρος — ο θηλ. Ουγγρίδα, και Ουγγαρέζος, θηλ. Ουγγαρέζα ο κάτοικος τής Ουγγαρίας ή αυτός που κατάγεται από την Ουγγαρία … Dictionary of Greek
ουγγαρέζικος — η, ο [Ουγγαρέζος] ουγγρικός … Dictionary of Greek
Ούγγρος — Ούγγρος, ο και Ουγγαρέζος, ο θηλ. α κάτοικος, υπήκοος της Ουγγαρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)